ἀναπηδήσει

ἀναπηδήσει
ἀναπήδησις
leaping up
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναπηδήσεϊ , ἀναπήδησις
leaping up
fem dat sg (epic)
ἀναπήδησις
leaping up
fem dat sg (attic ionic)
ἀναπηδάω
leap up
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
ἀναπηδάω
leap up
fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
ἀναπηδάω
leap up
fut ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
ἀ̱ναπηδήσει , ἀναπηδάω
leap up
futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
ἀ̱ναπηδήσει , ἀναπηδάω
leap up
futperf ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
ἀναπηδάω
leap up
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
ἀναπηδάω
leap up
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
ἀναπηδάω
leap up
fut ind act 3rd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πινγκ-πονγκ — (ήεπιτραπέζιο τένις). Παιχνίδι που παίζεται από 2 ή 4 παίκτες ανά ζεύγη, που χρησιμοποιούν για χώρο παιγνιδιού ένα τραπέζι, και ακολουθεί, με μικρές μεταβολές, όλους τους κανονισμούς τους τένις. Το τραπέζι έχει κανονικά πράσινο χρώμα με άσπρο… …   Dictionary of Greek

  • ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • μπιστώ — και άω 1. αναπηδώ 2. κάνω κάτι να αναπηδήσει …   Dictionary of Greek

  • Φεvτέλι Δομίνικος, ο ονομαζόμενος Ματζιότο — (Fedéli, Βενετία 1713 – 1794). Ιταλός ζωγράφος. Υιοθέτησε το στιλ του Πιατζέτα και απέδωσε έξοχες ανθρώπινες μορφές: Η ορνιθοπώλις (Πινακοθήκη του Τορίνου), Ομάδα χωρικών (Αμβούργο, Κούνστχαλε), Ο νέος με το φλάουτο (Βενετία, Ρετζόνικο). Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”